άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
καλόφωτος — καλόφωτος, ον (Μ) αυτός που φωτίζει καλά, λαμπερά, που διαχέει λαμπρό φως («σελήνη μου καλόφωτε», Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. ετερό φωτος, πολύ φωτος] … Dictionary of Greek
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek
λιθογραφία — Τεχνική αναπαραγωγής σχεδίων ή κειμένων σε φύλλα χαρτιού. Το σχέδιο εκτελείται με ειδική μελάνη ή λιπαρό μολύβι (λιθογραφικό μολύβι) στην επιφάνεια μίας παχιάς λειασμένης πλάκας από σκληρό και ομοιογενή ασβεστόλιθο. Οι βασικές μέθοδοι λ. είναι… … Dictionary of Greek
μυροβόλος — ο, θηλ. και α, και μυρόβολος, η, ο αυτός που διαχέει ευωδιά μύρου, ο αρωματικός, ο ευωδιαστός («με μυροβόλα λευκά φτερά», Βιζυην.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + βολος (< βάλλω)] … Dictionary of Greek
μυροφεγγής — μυροφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει και, ταυτόχρονα, διαχέει ευωδιά («Κύπριδος μυροφεγγές φανίον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + φεγγής (< φέγγω), πρβλ. αστρο φεγγής] … Dictionary of Greek
μυροχεύμων — μυροχεύμων, ον (Μ) αυτός που διαχέει μύρο, αυτός που ευωδιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + χεύμων (< χεῦμα < χέω), πρβλ. βαθυ χεύμων] … Dictionary of Greek
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek
πέδιλο(ν) — το, ΝΜΑ, αιολ. τ. πέδιλλον Α είδος υποδήματος που υπάρχει από την αρχαιότητα και το οποίο καλύπτει με δέρμα ή παρόμοιο υλικό μόνο το πέλμα ή και τον ταρσό τού ποδιού, ενώ συγκρατείται πάνω στο πόδι με κορδόνια ή λουριά, σανδάλι νεοελλ. αρχ.… … Dictionary of Greek
πολύφωτος — η, ο / πολύφωτος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολύ φως («πολύφωτος ἥλιος», Μηναί.) 2. αυτός που σκορπίζει, που διαχέει άπλετο φως, ο γεμάτος φως 3. αυτός που έχει πολλά φώτα («πολυφώτους ἀργυρᾱς λυχνίας» πολυκάντηλα) 4. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek